πεσσιμισμός

πεσσιμισμός
ο пессимизм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πεσσιμισμός" в других словарях:

  • πεσιμισμός — και παλ. τ. πεσσιμισμός, ο 1. (φιλοσ.) α) η απαισιοδοξία, το να πιστεύει κανείς στην εξ αντικειμένου χειρότερη κατάσταση β) η θεωρία σύμφωνα με την οποία η ουσία τών πραγμάτων είναι κατά βάση κακή και ότι το κακό στον κόσμο κυριαρχεί επί τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»